- ἐπισκήψαι
- ἐπισκήψαῑ , ἐπισκήπτωmake to lean uponaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπισκῆψαι — ἐπισκήπτω make to lean upon aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)